- Ἀρίσβῃ
- Ἀρίσβηfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρίσβη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρίσβη — Sp Arizvė Ap Αρίσβη/Arisbi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αρίσβη — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Τροίας, στον ποταμό Σελλήεντα, κοντά στην Άβυδο, πρωτεύουσα του βασιλιά Ασία, συμμάχου των Τρώων. Αργότερα έγινε αποικία των Μιλησίων. Εκεί στρατοπέδευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πέρασε τον Ελλήσποντο. 2 … Dictionary of Greek
Ἀρίσβηθεν — Ἀρίσβη indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίσβην — Ἀρίσβη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίσβης — Ἀρίσβη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Arisbe — ARISBE, es, Gr. Ἀρίσβη, ης, des Merops Tochter und erstere Gemahlinn des Podarces, oder Priamus, mit welcher er auch den Aesakus zeugete, sie aber doch hernach dem Hyrtakus überließ, und dafür die Hekuba nahm. Apollod. lib. III. c. 11. §. 5.… … Gründliches mythologisches Lexikon
Ἀρίσβα — Ἀρίσβας masc voc sg (epic) Ἀρίσβᾱ , Ἀρίσβη fem nom/voc/acc dual Ἀρίσβᾱ , Ἀρίσβη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρίσβας — Ἀρίσβᾱς , Ἀρίσβας masc nom sg Ἀρίσβᾱς , Ἀρίσβη fem acc pl Ἀρίσβᾱς , Ἀρίσβη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)